Σάββατο 5 Μαΐου 2012

Το δίλημμα των εκλογών. Μία απάντηση προς Κον Πανούτσο


Γερμανία η Μπαγκλαντές; Το δίλημμα των εκλογών

Στην Γερμανία ένα άδειο μπουκάλι είναι διακοπή και υποβιβασμός. Στο Μπανγκλαντές ο επόπτης λέει ευχαριστώ και κρατάει το μπουκάλι για το σπίτι. Το αν βλέπουμε την Ελλάδα Γερμανία ή Μπαγκλαντές απαντάει την ερώτηση, ερώτηση που θα έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία στις εκλογές που έρχονται”.

Επειδή το ερώτημα που θέτετε στο άρθρο σας έχει όντως εξαιρετική σημασία, (και εστιάζω αποκλειστικά στο θέμα των εκλογών ) αλλά για τον ακριβώς αντίθετο λόγο από αυτόν που εντέχνως αφήνεται να εννοηθεί αποφάσισα να γράψω μερικές σκέψεις αναφορικά με την ελληνική περίπτωση.
Δοθείσης ότι η χώρα βιώνει μία άνευ προηγουμένου κρίση καλό είναι να γίνει πρώτιστα κατανοητό το γιατί. Το σίγουρο είναι ότι η χώρα πτώχευσε. Αυτό όμως που εντέχνως αποκρύπτεται είναι ο βασικός λόγος για τον οποίον η χώρα πτώχευσε. Σίγουρα οι πανθομολογούμενες από όλους παθογένειες έπαιξαν ρόλο και καλό είναι να διορθωθούν άμεσα. Καμία όμως αναφορά στην περίπτωσή της Ελλάδας δε θα είναι επαρκής στο βαθμό που δεν αναφέρεται στις συνέπειες από την εισαγωγή του ευρώ. Βλέπεται κύριε Πανούτσο στα οικονομικά ( τα οποία παρεπιπτόντως αποτελούν ανθρωπιστική επιστήμη ) λίγες είναι οι αρχές αυτές που ενέχουν θέση δόγματος και μία από αυτές είναι η αντιστοιχία ανάμεσα στον παραγωγικό ιστό μίας χώρας και αυτή του νομίσματος. Και αυτό διότι το νόμισμα δεν είναι απλά ένα κομμάτι χαρτί προορισμένο να αλλάζει χέρι με χέρι. Είναι το Α και το Ω μίας οικονομίας, καθότι περικλείει ένα σύνολο πολιτικών πάνω στις οποίες δύναται να οικοδομηθεί ένα οικονομικό σύνολο. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Γιατί έγινε το ευρώ;
Το ευρώ αποτελεί ένα υποσύνολο της παγκοσμιοποίησης η οποία ως οικονομική θεωρία συνίσταται στις ακόλουθες τρεις ελευθερίες. 1. Ελευθερία κίνησης κεφαλαίου ( χρηματιστικού η παραγωγικού ), 2 Ελευθερία κίνησης εμπορευμάτων και 3 Ελευθερία κίνησης αγροτικών προϊόντων. Η ελευθερία κίνησης κεφαλαίου για τη ζώνη του ευρώ αποσκοπεί πρώτιστα στη διαμόρφωση ενός ενιαίου περιθωρίου κέρδους, το οποίο με τη σειρά του συνεπάγεται την ευθεία αντιστοίχηση κερδών ανά μονάδα επενδεδυμένου κεφαλαίου με την παραγωγικότητα του κεφαλαίου και της εργασίας. Αυτό γίνεται προκειμένου η παραγωγή διαχρονικά ενδοζωνικά να μεταφερθεί στις χώρες, περιφέρειες, κλάδους, ή επιχειρήσεις εκείνες που εμφανίζουν την μεγαλύτερη παραγωγικότητα. Από την άλλη αποσκοπεί στην όξυνση του ανταγωνισμού προσέλκυσης κεφαλαίων προκειμένου για τη βελτίωση του ισοζυγίου κεφαλαίου και κατ΄ επέκταση του ισοζυγίου εξωτερικών πληρωμών κάθε χώρας που μετέχει στη ζώνη του ευρώ. Αυτή η όξυνση του ανταγωνισμού για την οποίαν κάνω λόγο περνά μέσα από τη διαμόρφωση ενός ολοένα και πιο ευνοϊκού φορολογικού πλαισίου για το κεφάλαιο ( λέγε με θεσμοθετημένη φοροδιαφυγή η αλλιώς φοροαποφυγή ) γεγονός που συνεπάγεται ότι το βάρος συντήρησης των δημοσιονομικών δαπανών πέφτει εξ΄ ολοκλήρου στους μισθούς και στις συντάξεις, ή και στην περικοπή των κοινωνικών δαπανών. Πέραν των προαναφερθέντων ελευθεριών στη ζώνη του ευρώ προβλέπεται και ελευθερία κίνησης ανθρώπινου δυναμικού. Αυτή η διάταξη αποσκοπεί στη διαμόρφωση ενδοζωνικά ενός ενιαίου ωρομισθίου ανά είδος ποιότητα και ποσότητα εργασίας. ( Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της επιδίωξης αποτελεί η οδηγία Μπολκενστάιν όπου προβλέπεται η δυνατότητα απασχόλησης εργαζόμενου με το ημερομίσθιο της χώρας από όπου προέρχεται) Η ένταξη χωρών επομένως όπως η Βουλγαρία στη ζώνη του ευρώ δεν αποσκοπεί πουθενά αλλού παρά στο να αποτελέσει το Βουλγαρικό ημερομίσθιο τον κοινό παρονομαστή με απώτερο σκοπό την υποτίμηση του εμπορεύματος εργασία κάτι που αποτελεί βασικό συστατικό της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής . Όλες οι προαναφερθείσες ελευθερίες από κοινού έχουν ως αποτέλεσμα ενδοζωνικά η παραγωγή πλέον να διέπεται από το απόλυτο και όχι το συγκριτικό πλεονέκτημα. Κατά συνέπεια αξιωματικά και εντός της ζώνης του ευρώ η κάθε χώρα θα τείνει να εξειδικευθεί στην παραγωγή προϊόντων για τα οποία έχει το απόλυτο παραγωγικό πλεονέκτημα. Το όραμα που διέπει τη δημιουργία του ευρώ λοιπόν είναι αυτό της δημιουργίας ενός ενιαίου χώρου οξύτατου κεφαλαιοκρατικού ανταγωνισμού με απώτερο στόχο τη μεγιστοποίηση της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Στα πλαίσια της επιδίωξης αυτής απαραίτητη προϋπόθεση είναι η απονεύρωση των εθνικών οικονομικών πολιτικών και γενικότερα των πάσης φύσεως κοινωνικών η γενικότερα εξωαγοραίων στρεβλώσεων. Αυτήν την αναγκαιότητα επιδιώκει να υλοποιήσει το σύμφωνο σταθερότητας που αποτελεί τη βάση του ευρώ. Το σύμφωνο σταθερότητας επιβάλλει δημοσιονομικό έλλειμμα στο 3% του ΑΕΠ, δημόσιο χρέος μέχρι το 60% του ΑΕΠ, πληθωρισμό κάτω του 3% και διαφορά στα επιτόκια δανεισμού του δημοσίου ( το γνωστό σε όλους spread) ανάμεσα σε αυτά της Γερμανίας και των λοιπών χωρών κάτω του 3%.

Τι συνεπάγεται αυτή η θεσμοθετημένη δημοσιονομική και νομισματική “πειθαρχία”;
Πρώτον ότι η δημοσιονομική συνιστώσα ( δημόσιες δαπάνες και φόροι ) απονευρώνονται καθότι όσον αφορά τις δημόσιες δαπάνες δεσμεύονται από τον περιορισμό τόσο του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους όσο δε για τους φόρους και το ποιες ομάδες του πληθυσμού θα επιβαρυνθούν καθορίζεται αποκλειστικά από την αδυναμία φορολόγησης του κεφαλαίου ένεκα της θεσμοθετημένης ελευθερίας στην κίνηση των κεφαλαίων. Η νομισματική συνιστώσα ( επιτόκια, προσφορά χρήματος ) απονευρώνεται λόγω του ότι τα επιτόκια ( και εν τέλη η συνολική προσφορά χρήματος) καθορίζονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η συναλλαγματική συνιστώσα ( ισοτιμία ) απονευρώνεται λόγω του ότι η ισοτιμία του ευρώ με τα λοιπά νομίσματα είναι σταθερή και αμετάβλητη. Η εμπορευματική συνιστώσα ( δασμολογικές και μη δασμολογικές μορφές προστασίας εγχώριας παραγωγής ) απονευρώνεται λόγω της θεσμοθετημένης ελευθερίας στην κίνηση εμπορευμάτων. Τελευταία συνιστώσα είναι η εισοδηματική που αφορά κέρδη και μισθούς. Οι μισθοί στην ουσία αποτελούν τη μόνη συνιστώσα που δύναται να ασκηθεί κάποιου είδους πολιτική και ακριβώς για αυτό το λόγο το οικοδόμημα του ευρώ δομήθηκε έτσι.

Ποιο το πρόβλημα;
Αυτό θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος μετά την ανάγνωση των ανωτέρω. Το πρόβλημα συνίσταται στο γεγονός ότι το ευρώ περικλείει οικονομίες διαφορετικού παραγωγικού δυναμικού και δυναμισμού. Αυτό σημαίνει ότι σε περιβάλλον ενιαίου νομίσματος οι χώρες που υστερούν σε παραγωγικότητα θα τείνουν να εξειδικευτούν στην παραγωγή προϊόντων διεθνώς μη εμπορεύσιμων ( κατασκευές, εσωτερικό εμπόριο ) η προϊόντων εντάσεως εργασίας η φυσικών πρώτων υλών, εν' αντιθέσει με τις οικονομίες του βορρά οι οποίες λόγω των υψηλών επιπέδων παραγωγικότητας που εμφανίζουν θα τείνουν να εξειδικευθούν στην παραγωγή προϊόντων διεθνώς εμπορεύσιμων και εντάσεως κεφαλαίου γεγονός που θα σημαίνει για τις μεν πρώτες δραματική επιδείνωση των ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ενώ για τις δεύτερες σημαντική βελτίωση των αντίστοιχων δικών τους πλεονασμάτων. Αρκεί προς τούτο να ρίξει κάποιος μία ματιά στην εξέλιξη αυτών των μεγεθών τη δεκαετία 2000 - 2009 για να κατανοήσει του λόγου το αληθές. Αυτό συμβαίνει γιατί οι καθετοποιημένες μονάδες του βορρά είναι σε θέση μέσω των εσωτερικών οικονομιών κλίμακας, είτε μέσω των εξωτερικών οικονομιών κλίμακας ( outsourcing ) να υποκαταστήσουν την παραγωγή του νότου - του οποίου το παραγωγικό μοντέλο όντας δομημένο σε μικρές ως επί το πλείστον μονάδες και έχοντας στερηθεί πλέον το προσωρινό έστω ανάχωμα της συναλλαγματικής διολίσθησης – αδυνατεί να ανταγωνιστεί αυτό του βορρά με αποτέλεσμα να υποχωρεί διαρκώς. Πρόκειται για μία στρέβλωση εξαιρετικής σημασίας για το λόγο ότι το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μας δείχνει πόσα ευρώ διαρρέουν από το τραπεζικό σύστημα των χωρών του νότου και καταλήγουν με τη μορφή εμβασμάτων στις χώρες του βορρά. Δοθείσης ότι το ευρώ είναι νόμισμα ιδιοκτησίας της Ε.Κ.Τ. αυτό σημαίνει ότι προκειμένου αυτή η απώλεια να αναπληρωθεί απαιτεί προσφυγή στην Ε.Κ.Τ. διαμέσου πρωτίστως του δημόσιου δανεισμού. Κρατήστε το αυτό ως δεδομένο γιατί έχει εξαιρετική σημασία για την περίπτωση τη Ελλάδας. Πέραν αυτού η απονεύρωση των εθνικών οικονομικών πολιτικών ( κύριος στόχος του συστήματος του ευρώ ) αποτελεί μία μέγγενη για τις οικονομίες που υστερούν σε παραγωγικότητα για το λόγο ότι στερούνται πλέον των εργαλείων εκείνων που απαιτούνται προκειμένου να αντεπεξέλθουν στον ολοένα και εντεινόμενο ανταγωνισμό ( είτε ενδοζωνικό, είτε παγκόσμιο ) και η μόνη συνιστώσα που έμεινε προκειμένου να ασκήσουν πολιτική είναι αυτή των μισθών κάτι που γίνεται ήδη. Εν' ολίγοις αυτό που διατυμπανίζεται ως κρίση χρέους στην ουσία αποτελεί κρίση νομίσματος. Το ευρώ δημιουργήθηκε πρώτιστα για τον τραπεζικό κλάδο. Διαμέσου του εκμηδενισμού του κινδύνου που συνεπάγεται η διακύμανση των συναλλαγματικών ισοτιμιών των ευρωπαϊκών νομισμάτων αυτό είχε ως αποτέλεσμα όλη η ρευστότητα να περάσει στον τραπεζικό κλάδο ο οποίος υπήρξε και ο πλέον ωφελημένος του όλου εγχειρήματος. Χαρακτηριστικά τη δεκαετία 2000 – 2009 τα ενεργητικά (περιουσίες) των τραπεζικών ιδρυμάτων αυξήθηκαν κατά 500% όταν το ευρωπαϊκό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 62%. Αυτό συνέβαινε και θα συνέχιζε να συμβαίνει εάν δεν έσκαγε η φούσκα των ακινήτων στις ΗΠΑ, η οποία δεν είναι παρά το σύμπτωμα της κατάρρευσης του νεοφιλελεύθερου ιδεολογήματος . Βλέπεται από το 79 με την άνοδο της Θάτσερ και το 81 με την άνοδο του Ρέιγκαν στην εξουσία επανεμφανίστηκε στο προσκήνιο ο φιλελευθερισμός με τη μορφή του νεοφιλελευθερισμού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα σταδιακά και εντεινόμενα μετά το 89 ( χρονιά κατάρρευσης του ανατολικού μπλοκ και εξάλειψης του αντίπαλου στρατοπέδου ) οι μισθοί ως ποσοστό επί του ΑΕΠ να βαίνουν μειούμενοι γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα η συμμετοχή όλο και περισσότερων στην καταναλωτική ευμάρεια να γίνεται μέσω του δανεισμού γεγονός που αποτυπώνεται εύγλωττα στην έκρηξη του ιδιωτικού χρέους. Αυτό που το 2008 προβλήθηκε ως μία χρηματοοικονομική κρίση στην ουσία είχε μία πολύ βαθύτερη αιτία που είναι και η κύρια αιτία του προβλήματος και λέγεται κρίση υπερσυσσώρευσης. Πρόκειται για μία εξαιρετικής επικινδυνότητας ασθένεια του καπιταλισμού για το λόγο ότι η προηγούμενη κρίση υπερσυσσώρευσης ( αυτή του 29 ) ξεστόμωσε οριστικά με το σφαγείο του β παγκοσμίου πολέμου.

Η Ελληνική περίπτωση. Τι συνέβη στο οικόπεδο Ελλάδα;
Βασική παράμετρος της Ελληνικής χρεοκοπίας είναι το ευρώ και του γεγονότος ότι αυτή γίνεται αντιληπτή με εξαιρετική σφοδρότητα το μεσαιωνικής εμπνεύσεως σύμφωνο σταθερότητας που το διέπει. Στο θέμα της χρεοκοπίας το σύστημα του ευρώ συνέβαλε ως ακολούθως : 1) Λόγω της πληθωριστικής ισοτιμίας με την οποίαν μπήκαμε στη ζώνη του ευρώ (340,75 δρχ προς 1 € ) αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προκληθεί ένα σοκ ανατιμήσεων στην Ελληνική οικονομία το οποίο είχε ως αποτέλεσμα οι Ελληνικές εξαγωγές ακριβαίνοντας να αρχίσουν να χάνουν έδαφος την ίδια στιγμή που οι εισαγωγές, τόσο από το βορρά λόγω της υψηλότερης παραγωγικότητας των καθετοποιημένων μονάδων, όσο και από τον αναπτυσσόμενο κόσμο εκτός ευρωζώνης λόγω των φθηνών νομισμάτων, άρχισαν να υποκαθιστούν την εγχώρια παραγωγή. Πέραν αυτού ενδεικτικό του οικονομικού κλίματος που διαμορφώθηκε μόνο τη δεκαετία 2002 - 2010 περίπου 4.000 επιχειρήσεις της βορείου Ελλάδος μετέφεραν την έδρα τους στα Βαλκάνια. Αυτό έγινε όχι μόνο για τα φθηνότερα μεροκάματα και τους χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές, αλλά πρωτίστως για το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που έδινε η διαμόρφωση του κόστους παραγωγής σε φθηνό σε σχέση με το € νόμισμα και 2) λόγω του ότι πρόκειται για εξαιρετικά σκληρό νόμισμα η εισαγωγή του € προκάλεσε μία ραγδαία πτώση των επιτοκίων γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να διογκωθεί δραματικά ο τραπεζικός δανεισμός ( πράγμα απολύτως λογικό μιας και οι τράπεζες ως κερδοσκοπικά ιδρύματα έσπευσαν να μεγιστοποιήσουν την κερδοφορία τους μέσω αυτής της κατάστασης ). Αυτή η τάση όμως έθεσε την Ελληνική οικονομία μπροστά σε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο συνδυασμό. Η διόγκωση του τραπεζικού δανεισμού ( και δοθείσης ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων όταν οι τράπεζες χορηγούν ένα δάνειο δε δίνουν από τα χρήματα των καταθετών όπως εσφαλμένως πιστεύουν οι περισσότεροι, αλλά δημιουργούν αυτό το χρήμα ως πρόσθετο εκ του μη όντως ) είχε ως αποτέλεσμα να αυξάνει εξίσου η ανάγκη του τραπεζικού κλάδου για άντληση ρευστότητας μιας και βάσει του τραπεζικού πολλαπλασιαστή οι τράπεζες οφείλουν να έχουν ρευστότητα ανάλογη των υποσχέσεων χρήματος που δημιουργούν πρωτίστως μέσω του δανεισμού προκειμένου να υπάρχει αρκετό χρήμα σε ρευστό σε κυκλοφορία ούτως ώστε να συντηρείται η διαιώνιση των λογιστικών χρεών και να αποφεύγεται η κατάρρευση. Συνάμα όμως η διόγκωση του τραπεζικού δανεισμού οδήγησε στην αύξηση της αγοραστικής δύναμης του μέσου Έλληνα στη βάση της υποθήκευσης των μελλοντικών του εισοδημάτων. Αυτό από μόνο του δεν είναι κακό. Το γεγονός όμως ότι συνέβαινε σε μία χώρα της οποίας ο παραγωγικός μηχανισμός και λόγω σκληρού νομίσματος αδυνατούσε να ανταποκριθεί στον ανταγωνισμό είχε ως αποτέλεσμα να καταναλώνουμε όλο και περισσότερα εισαγόμενα προϊόντα, τα οποία είτε δεν παραγόταν εδώ, είτε ( και αυτό είναι εξαιρετικής σημασίας ) υποκαθιστούσαν ραγδαία την εγχώρια παραγωγή. Αυτό απεικονίζεται εύγλωττα στη δραματική διόγκωση των ελλειμμάτων στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών όλων των χωρών του νότου και φυσικά και σε αυτό της Ελλάδας. Αυτό σήμαινε ότι όσο αύξανε ο τραπεζικός δανεισμός τόσο αυξανόταν οι ανάγκες για άντληση ρευστότητας, τόσο αυξανόταν η αγοραστική δύναμη τόσο αυξανόταν οι εκροές ευρώ σε μορφή ρευστών διαθεσίμων από τον τραπεζικό κλάδο με τη μορφή εμβασμάτων προκειμένου για την πληρωμή των ολοένα και αυξανόμενων εισαγωγών. Προκειμένου όμως να μπορούν οι τράπεζες να συνεχίσουν να δημιουργούν χρήμα έπρεπε αυτή η απώλεια ρευστών διαθεσίμων να αναπληρωθεί. Και δοθείσης ότι το € αποτελεί ιδιοκτησία της Ε.Κ.Τ. αυτό σήμαινε ότι αναπλήρωση των απολεσθέντων € ελάμβανε χώρα διαμέσου του δημόσιου δανεισμού. Το δημόσιο προέβαινε σε έκδοση ομολόγων με επιτόκιο 3%, 4% ή 5%, οι τράπεζες τα αγόραζαν δημιουργώντας χρήμα εκ' του μη όντως βάσει τραπεζικού πολλαπλασιαστή, και μετά πωλούσαν η ενεχυρίαζαν τα ομόλογα αυτά στην Ε.Κ.Τ. με το παρεμβατικό επιτόκιο του 1%, και αντλούσαν την απαραίτητη ρευστότητα προκειμένου να συνεχίζουν να δημιουργούν χρήμα μέσω των δανείων. Και όσο αύξανε το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας ( πρωτίστως λόγω συστήματος € ) τόσο αυξανόταν η ανάγκη του δημοσίου να καλύπτει την απολεσθείσα ρευστότητα με πρόσθετες εκδόσεις ομολόγων. Αυτό βέβαια είχε ως αποτέλεσμα το δημόσιο στην προσπάθεια του να συντηρήσει την κερδοφορία του τραπεζικού κλάδου να μπαίνει όλο και πιο μέσα. Αυτό ακριβώς περιγράφει η δήλωση Γιούνκερ : “Ξέραμε τι συμβαίνει με την Ελλάδα, αλλά δεν μιλούσε κανείς γιατί η Γερμανία και η Γαλλία κερδίζανε πολλά χρήματα” Εν ολίγοις το Ελληνικό δημόσιο χρέος τη δεκαετία του € σχεδόν διπλασιάστηκε. Χρεοκοπήσαμε καταναλώνοντας τα προϊόντα και των εταίρων μας.


Και τώρα τι ;
Το μνημόνιο που στήθηκε από μεριάς των γραφειοκρατών των Βρυξελλών αποσκοπεί στους ακόλουθους δύο στόχους : 1) Από τη μία στα πλαίσια της επαχθέστατης δανειακής σύμβασης στοχεύει με το χρήμα που δημιουργείται βάσει των εγγυήσεων που χορηγούν οι δημόσιοι τομείς των λοιπών χωρών κρατών της Ευροζώνης να μεταφερθεί το χρέος από τις Γαλλογερμανικές τράπεζες στον επίσημο τομέα (δημόσιο) προκειμένου σε μία ενδεχόμενη στάση πληρωμών του Ελληνικού δημοσίου να αποφευχθεί μία συστημική κρίση. Αξίζει εδώ να τονισθεί ότι δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το 2009 περίπου 200 δις € Ελληνικού δημοσίου χρέους τα κατείχαν αυτές. Οι επιχειρήσεις που κάνανε μπίζνες στο Ελλάντα ποιες ήταν : Η HDW με τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά, η Hochtief με το αεροδρόμιο των Σπάτων, η Γαλλική κοινοπραξία στη γέφυρα Ρίο Αντίρριο, η Siemens παντού κ.ο.κ. Αυτές (οι τράπεζες τους) δημιουργούσαν χρήμα το οποίο πήγαινε στις δικές τους πολυεθνικές με ενδιάμεσα την απόδοση των αναλογούντων μιζών στους εγχώριους πολιτικούς και ο λογαριασμός στα συνήθη υποζύγια του προϋπολογισμού μέσω του δημοσίου χρέους. Από το 2009 με το μηχανισμό του μνημονίου μεταφέρεται σταδιακά Ελληνικό χρέος από τις Γαλλογερμανικές τράπεζες στον επίσημο τομέα, ενώ ταυτόχρονα αυξάνουν την έκθεση τους σε αυτό Έλληνες παίκτες με πρώτα τα ασφαλιστικά ταμεία. Προφανέστατα υπήρξε πολιτική βούληση ούτως ώστε όταν θα έφθανε η ώρα για το περιώνυμο πλέον PSI να υποστούν τις μεγαλύτερες απώλειες αυτά και μέσω αυτών όλοι εμείς τα κορόιδα. Και στο τέλος της διαδρομής ο λαλίστατος υπουργός των οικονομικών να μας καλεί να πανηγυρίσουμε. 2) Μέσω της εφαρμογής μίας προ κυκλικής πολιτικής ( συρρίκνωση δημοσίων δαπανών μέσω της μείωσης των μισθών των συντάξεων και του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων σε συνδυασμό με τη φοροεπιδρομή στα μικρομεσαία στρώματα να δημιουργήσει ένα τεράστιο έλλειμμα ενεργούς ζήτησης – κατανάλωσης – το οποίο θα οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας ) Αυτό σε συνδυασμό την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας προς όφελος των αφεντικών αποσκοπεί στη δραματική συρρίκνωση της αμοιβής του εμπορεύματος εργασίας. Αυτό αποσκοπεί από 1ον ( με δεδομένη την αδυναμία της συναλλαγματικής διολίσθησης της ισοτιμίας του € ) να φθηνήνει τις Ελληνικές εξαγωγές 2ον να κρατήσει την εγχώρια κατανάλωση σε πολύ χαμηλά επίπεδα και δοθείσης ότι ο παραγωγικός μηχανισμός των χωρών του νότου βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με το νόμισμα με αποτέλεσμα να υποκαθίσταται ραγδαία είτε από την παραγωγή των καθετοποιημένων μονάδων του βορρά, είτε από την παραγωγή των λοιπών χωρών με πολύ φθηνότερα νομίσματα και όντας εγκλωβισμένος σε αυτήν τη φυλακή με το σύνολο των συνιστωσών άσκησης οικονομικής πολιτικής απονευρωμένες η ιδέα της εσωτερικής κατανάλωσης πρέπει να εγκαταλειφθεί μιας και είναι η χαμηλή κατανάλωση που μπορεί να πιέσει έστω προκειμένου να μειωθεί τόσο το εμπορικό έλλειμμα, όσο και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών προκειμένου να μην διαφεύγουν ευρώ από τον τραπεζικό κλάδο των χωρών αυτών η δε τροφοδότηση αυτού με ρευστότητα να γίνεται πλέον μέσω των εμβασμάτων πληρωμών των εξαγωγών και όχι μέσω του δημόσιου δανεισμού ( όπως συνέβαινε μέχρι τώρα ), προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να δημιουργεί χρήμα πράγμα λίαν απαραίτητο για τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής. Αυτό βέβαια συνεπάγεται μεροκάματα των 300 το πολύ €, δομική ανεργία σκαλωμένη άνω του 20% και πλήρη αποσάθρωση του εγχώριου παραγωγικού δυναμικού. Βλέπεται η απόπειρα μετατροπής της Ελληνικής οικονομίας σε μία εξαγωγικού χαρακτήρα οικονομία με παραμονή στη ζώνη του € απαιτεί την ραγδαία φτωχωποίηση συντριπτικά μεγάλου μέρους της Ελληνικής κοινωνίας με ότι αυτό συνεπάγεται ( εγκληματικότητα, πορνεία, ναρκωτικά, βία κ.ο.κ. ) Ακόμα και έτσι όμως το σχέδιο αυτό συγκεντρώνει εξαιρετικά λίγες πιθανότητες να προχωρήσει για το λόγο ότι προϋποθέτει ότι οι λοιπές χώρες ασκούν αντικυκλική πολιτική (αύξηση δημοσίων δαπανών) προκειμένου οι Ελληνικές εξαγωγές να βρουν την απαραίτητη ζήτηση. Η Γερμανία όμως δε δείχνει διατεθειμένη να εγκαταλείψει το δικό της μερκαντιλισμό ( πάγωμα των εργατικών απολαβών και δημιουργία πλεονασμάτων για τη βιομηχανική της ολιγαρχία εις βάρος των γειτόνων της ). Ο weisbrot ( οικονομολόγος και στέλεχος του Δ.Ν.Τ. στα χρόνια της Αργεντινής ) γράφει σε άρθρο του γιατί το € δεν αξίζει να σωθεί τονίζοντας ότι “το να οδηγηθούν εκατομμύρια άνθρωποι στην απόγνωση συνεπάγεται ένα τεράστιο κοινωνικό κόστος το οποίο δεν αξίζει τον κόπο” Εδώ όμως οι πολιτικού μας ταγοί όντας εθισμένοι στην ανάγκη του να εξουσιάσουν δε δείχνουν να τους πολυενδιαφέρει το τι πόνο θα προκαλέσουν προκειμένου να σώσουν το € της Μέρκελ και της τραπεζικής ολιγαρχίας. Και όσον αφορά το δίλημμα των εκλογών πως το τραγούδησαν οι Πυξ Λαξ ; “αδύναμος να προσκυνάς αυτούς που σε ληστεύουν”